- ακροαριστερός
- -ή (-ά), -ό1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας αριστεράς2. ως ουσ. ο ακροαριστερόςο οπαδός τής άκρας αριστεράς, υποστηρικτής ακραίων αριστερών απόψεων, υπερβολικά αριστερός, εξτρεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο- (ΙΙΙ) + αριστερός (πρβλ. ακροδεξιός)].
Dictionary of Greek. 2013.